- κορασοπούλα
- η (Μ κορασοπούλα)κοριτσάκι, κοπελίτσαμσν.ακόλουθος, θεραπαινίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + -πούλα, θηλ. τού -πουλος (< λατ. pullus), πρβλ. ελληνο-πούλα, πριγκιπο-πούλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιτσός — ή, ό (Μ μιτσός, ή, ό(ν), αρσ. και μιτσύς, ουδ. και μιτσύν) μικρός σε μέγεθος ή σε ηλικία («αλλότες, όντεν ήμουνε μιτσή, κορασοπούλα, τσ αγάπης εδικίμασα τα παραδάρματ ούλα», Πανώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μικκός (βλ. μικρός) με τροπή τού κ σε τσ ] … Dictionary of Greek